στανικός

στανικός
zorunlu, mecburi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στανικός — ή, ό, Ν [στανιό] 1. αυτός που γίνεται με το στανιό, με καταναγκασμό 2. (διαλ. φρ.) «έσμιξες στανικές» ακούσιοι γάμοι. επίρρ... στανικά και στανικώς Ν με το στανιό, με εξαναγκασμό …   Dictionary of Greek

  • στανικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με τη βία, εξαναγκαστικός: Ένα τέτοιο στανικό γάμο δεν τον ήθελε ποτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ινδο(υ)στανικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο Ινδο(υ)στάν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”